- σποδίζω
- Α [σποδός]1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτη («μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.)2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.)3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.)4. έχω τεφρό χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.